- ρετουσάρω
- -ισα και -α, -ίστηκα, -ισμένος, επεξεργάζομαι κάτι για να το βελτιώσω, ιδιαίτερα τη φωτογραφική πλάκα: Σε παρακαλώ, τη φωτογραφία να τη ρετουσάρεις πολύ ελαφρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.